- πολυπόρευτος
- ὁ, ΜΑαυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακρο-πόρευτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπόρευτος — much travelled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόρευτον — πολυπόρευτος much travelled masc/fem acc sg πολυπόρευτος much travelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπορεύτοις — πολυπόρευτος much travelled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστειβος — ον, Α (κατά τον Φώτ.) αυτός στον οποίο πατούν, δηλ. πορεύονται, πολλοί, πολυπόρευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στείβω «πατώ, καταπατώ, βαδίζω»] … Dictionary of Greek
πολύστεινος — ον, Α (κατά τον Φώτ.) ο πολυπόρευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί πολύστειβος] … Dictionary of Greek